- μοχλικός
- μοχλικός, -ή, -όν (Α) [μοχλός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόντίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη εξαρθρωμένων μελών με τη χρήση μοχλών3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοχλικάοι μοχλοί.
Dictionary of Greek. 2013.