μοχλικός

μοχλικός
μοχλικός, -ή, -όν (Α) [μοχλός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση
2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν
τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη εξαρθρωμένων μελών με τη χρήση μοχλών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοχλικά
οι μοχλοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοχλικῶν — μοχλικός concerning leverage fem gen pl μοχλικός concerning leverage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικόν — μοχλικός concerning leverage masc acc sg μοχλικός concerning leverage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῖς — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῖσιν — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικοῦ — μοχλικός concerning leverage masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλικῷ — μοχλικός concerning leverage masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”